- πικρότητα
- η / πικρότης, ΝΜΑ [πικρός]1. η ιδιότητα τού πικρού, η πικρή γεύση, η πικράδα (α. «η πικρότητα τού φαρμάκου» β. «περὶ μὲν τὴν γλῶτταν αἴσθησιν πικρότητος», Πλάτ.)2. η ιδιότητα τού να προκαλεί κάτι πίκρα, θλίψη (α. «η πικρότητα τών λόγων του» β. «γλώσσῃ πικρότης ἔνεστί τις», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.